Oι κουραμπιέδες... σε μια χριστουγεννιάτικη προσκοπική περιπέτεια
Αρθρογραφος: Ιστορικό ΑρχείοΗμ/νια Έκδοσης: 28/12/2018Κατηγορίες: Προσκοπική Ιστορία
Aπό τις αρχές Δεκεμβρίου, είχε πληροφορηθεί όλη η Ομάδα την εξόρμηση που θα γινόταν μεταξύ Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς. Έτσι αρχίσαμε όλοι να προετοιμαζόμαστε. Εκδρομή στο Ναύπλιο!
Τότε, ο εσωτερικός τουρισμός βρισκόταν στα σπάργανα και οι μόνοι σχεδόν, εκδρομείς είμαστε οι Πρόσκοποι και ελάχιστα φυσιολατρικά σωματεία.
Για το Ναύπλιο λοιπόν, την πρώτη πρωτεύουσα του Ελληνισμού μετά το 1821 ξεκινήσαμε – αν θυμάμαι καλά έπειτα από τόσα χρόνια – την Τρίτη ημέρα των Χριστουγέννων, αφού κάναμε την μεγάλη γιορτή στα σπίτια μας με τους δικούς μας.
Από την εστία της ομάδας φύγαμε με τα μπαγκάζια μας φορτωμένα στο όχημα της 3ης μας.
Μη φανταστείτε οι νεότεροι ότι το «όχημα» θα ήταν ένα παλιάς κατασκευής αυτοκίνητο. Μακριά από …τέτοιες σκέψεις.
Το «όχημα» ήταν ένα δίτροχο κάρο με μεγάλο τιμόνι – που το κρατούσαν δύο πρόσκοποι – και με δύο σχοινιά έλξεως,που δένονταν στους άξονες των τροχών, κι έπειτα διέθεταν μια μεγάλη θηλειά κι ένα κρίκο στην άλλη άκρη. Η θηλειά πέρναγε απ’ το κεφάλι λοξά στον έναν ώμο μας και το χέρι μας έπιανε τον κρίκο για να διευκολύνεται το…τράβηγμα του οχήματος.
Φορτώσαμε, λοιπόν, στο προσκοπήλατο καροτσάκι μας τα εκδρομικά μας είδη και η πρώτη τετράδα «ζεύτηκε»να το σύρει. Προορισμός μας ο σιδηροδρομικός σταθμός Πελοποννήσου.
Εκεί, λύσαμε το καρότσι μας αφού μεταφορτώσαμε στην σκευοφόρο σακίδια και κουβέρτες και φαγώσιμα. Το λύσιμο δενήταν δύσκολο. Βγήκαν οι ρόδες, τα παραπέτια, ξεκόλλησε ο άξονας και έγινε το πάτωμα σανίδες. Έτσι όλο το όχημα φορτώθηκε εύκολα μαζί με τα άλλα εφόδια στο τραίνο που ξεκίνησε σε λίγο καπνίζοντας και αγκομαχώντας. Τότε δεν υπήρχαν οι μηχανές ντήζελ και τα τραίνα ήταν «καρβουνιάρικα».
Το δικό μας μάλιστα δεν ήταν καθόλου «εξπρές», γιατί ο μακαρίτης ο αρχηγός Φάκαρος, προτίμησε την «πόστα»,που έπιανε σ’ όλα τα χωριά, για να είναι πιο φθηνό το κόμιστρο και να συμμετέχουν στην εκδρομή και τα λιγότερο εύπορα Προσκοπάκια της 3ης μας.
Μετά μυρίων στάσεων και καθυστερήσεων, περάσαμε την Ελευσίνα, τα Μέγαρα, τον Ισθμό, την Κόρινθο, το Άργος και σε κάποια στιγμή βρεθήκαμε ενόψει του Ναυπλίου, πάνω απ’ το οποίο δέσποζε σαν κορώνα το Παλαμήδι.
Στον σταθμό του Ναυπλίου μας περίμεναν οι μικροί Πρόσκοποι της πόλης. Δεν ήταν πολλοί, μα ήταν όλοι τόσο πρόθυμοι. Θέλησαν να πάρουν τα σακίδια και τα άλλα μας μπαγκάζια, μα ο υπαρχηγός – τότε – Λαγαρίας τα …καθήλωσε:
- Θα τα πάρουμε εμείς! Είπε. Θα τα φορτώσουμε στο μεταγωγικό της Ομάδας.
Αμέσως έδωσε την ανάλογη εντολή και οι καρραγωγείς βάλθηκαν να δέσουν το διαλυμένο σε τεμάχια κάρρο μας. Ρόδες, άξονες, παραπέτια, τιμόνι και σχοινιά έλξεως τοποθετήθηκαν στη στιγμή. Πρόσκοποι του Ναυπλίου κοίταζαν μ’ ανοικτό στόμα.
- Για κοιτά, έλεγε ένας με θαυμασμό, τι ωραία πράγματα έχουν στην Αθήνα!
Και τότε συνέβη άλλο διασκεδαστικό. Οι αδελφοί του Ναυπλίου αξίωσαν να σύρουν κι αυτοί το «μεταγωγικό». Ανειδίκευτοι όμως, καθώς ήταν δυσκολεύτηκαν να …συντονισθούν και οι ζευγμένοι στα σχοινιά, τραβούσαν τόσο γρήγορα και δυνατά ώστε ανέτρεψαν τους τιμονιέρηδες. Προς της …αποτυχίας, τους παραμερίσαμε και μπροστά το μηχανοκίνητο (όπως συμβαίνει και στις παρελάσεις) πίσω συντεταγμένοι κατ’ ενωμοτία η Ομάδα και οι Πρόσκοποι του Ναυπλίου ξεκινήσαμε απ’ τον σιδηροδρομικό σταθμό για το σχολείο που είχε εξασφαλιστεί ως κατάλυμά μας.
Την θυμούμαι εκείνη την παρέλαση.Περάσαμε κοντά στον ανδριάντα του Κολοκοτρώνη που στέκει πάντα αγέρωχος στο βάθρο του έφιππος και διασχίσαμε τη πλατεία. Οι περιπατητές στέκονταν και μας κοίταζαν με κάποια έκπληξη. Τους εντυπωσίαζε το όχημα μας, αρχικά, κι έπειτα ξεσπούσαν σε χειροκροτήματα.
Καμάρι εμείς… που να τα γράψω τώρα. Σηκώναμε ψηλά το κεφάλι και τεντώναμε το κοντάρι με το τριγωνικό σημαιάκι των ενωμοτιών για να ανεμίζει περισσότερο.
Όταν φθάσαμε στο σχολείο και τακτοποιηθήκαμε, ζητήσαμε να βγούμε μια απογευματινή βόλτα στο Ναύπλιο με τα παιδιά της ναυπλιακής ομάδας. Ο αρχηγός όμως είχε αντίρρηση.
- Μα πως θα πάτε στην πόλη…
- Τι πειράζει;
- Χριστουγεννιάτικα με τέτοια μούτρα...
Γιατί τί έχουμε…
Αναζητήθηκε καθρέφτης, και τότε ανακαλύψαμε το χάλι μας. Στο τραίνο η ατμομηχανή έβγαζε αφόρητη μουντζούρα και καρβουνάκια, καθώς αγκομαχούσε να σύρει τα βαγόνια. Κι εμείς που σ’ όλη τη διαδρομή – ώρες ολόκληρες έκανε τότε το τραίνο για να φτάσει στο Ναύπλιο – βρισκόμαστε στα παράθυρα. Θαυμάζοντας απ’ όπου περνούσαμε, είχαμε όλα τα δείγματα από την κινητήριο δύναμη του τραίνου. Μουντζούρα και πάλι μουντζούρα! Πλυθήκαμε στα πεταχτά και βγήκαμε όλοι μαζί.
Μας έδειξαν την εκκλησία που σκότωσαν τον Καποδίστρια. Μας έδειξαν το λιοντάρι των Βαυαρών, το Μπούρτζι, το Παλαμήδι.
- Έχει 999 σκαλοπάτια, μας είπαν και η περιέργειά μας μεγάλωσε.
- Επιτρέπεται η άνοδος; Ρωτήσαμε.
- Βεβαίως, αύριο που θα ‘ναι μέρα. Και πρόσθεσαν μια παρατήρηση που πείσμωσε τον Μάκη.
- Θα τα καταφέρετε ν’ ανεβείτε; Είναι, ξέρετε λίγο δύσκολο…
Ο Μάκης ξεσπάθωσε:
- Για τους Προσκόπους τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο,είπε. Έπειτα για τί μας νομίζετε, για βουτυρόπαιδα;
Έτσι λήφθηκε απόφαση «αύριο που θα ‘ναι μέρα» να ανέβουμε στο Παλαμήδι. Η άνοδος μας απασχόλησε πολύ όλο το βράδυ. Ιδιαίτερα στην ενωμοτία μας, θεωρήθηκε προσβλητική η ερώτηση των Προσκόπων του Ναυπλίου.
- Δηλαδή νομίζουν ότι εμείς είμαστε κουραμπιέδες, είπε πολύ πειραγμένος ο Γιώργος ο Κρητικός, που ήταν κι αθλητής.
Εκείνη την ώρα έμπαινε ο Μάκης στην αίθουσα που είχε μεταβληθεί σε κοιτώνα της ενωμοτίας μας. Δεν άκουσε όλη την συζήτηση. Αρπάχτηκε όμως από την τελευταία λέξη: τους κουραμπιέδες.
- Κουραμπιέδες, επανέλαβε. Ποιος έφερε μαζί του κουραμπιέδες;
Ήταν βέβαια, Χριστούγεννα κι όλα τα σπίτια έφτιαχναν για τις ημέρες εκείνες τέτοια γλυκά: κουραμπίεδες, μελομακάρονα, δίπλες κλπ.
Ο Μάκης, από τη φύση του λαίμαργος, στο άκουσμα της λέξης, φαντάστηκε ότι μιλούσαμε για τα γλυκά της εποχής.
Ο Κρητικός του εξήγησε ότι η κουβέντα στρέφονταν στην ανάβαση στο Παλαμήδι. Ο Μάκης όμως ήταν αμετάπειστος.
- Δεν μου την σκάτε εμένα. Από ποιόν θα πάρετε κρυφά κουραμπίεδες; Θα λάβω κι εγώ μέρος στην επιδρομή αυτή… επέμενε.
Κι όσο εμείς γελούσαμε, τόσο εκείνος πείθονταν ότι υπήρχε σχέδιο δράσεως που το κρατούσαμε κρυφό απ’ αυτόν.
Κάποια στιγμή όμως ο ύπνος έκλεισε τα βλέφαρά μας και αρχίσαμε να βλέπουμε όνειρα. Εγώ πάντως έβλεπα να ανεβαίνω τα 999 σκαλοπάτια και να φθάνω πρώτος, κάπου είκοσι σκαλιά μπροστά από τον καλύτερο Πρόσκοπο του Ναυπλίου. Φαίνεται όμως ότι η ανάβαση εκείνη του όνειρού μου… κούρασε πολύ τα νεφρά μου και περασμένα μεσάνυχτα σηκώθηκα και βγήκα από τον κοιτώνα της Ενωμοτίας.
Όταν γύρισα, βλέπω μέσα στο ημίφως, τον Μάκη να σηκώνεται.
- Δεν κοιμάσαι; Τον ρωτάω ψιθυριστά.
- Για να φάτε μόνοι σας τα γλυκά; Δεν σφάξανε. Και τώρα λέγε που πήγες για τους κουραμπιέδες…
- Βρε, δεν έχει κουραμπιέδες… Προσπάθησα να του εξηγήσω, αλλά δεν με άφηνε…
- Αλλού αυτά, δεν θα επαναλάβετε το κόλπο της τούρτας της μάνας σου.
Που την θυμήθηκε την τούρτα που μας είχε φτιάξει μια άλλη φορά η μακαρίτισσα η μητέρα μου και την φάγαμε χωρίς να τους προσφέρουμε. Γέλασα ελαφρά, στην ανάμνηση εκείνης της ιστορίας, κι ο Μάκης βεβαιώθηκε ότι γύριζα από κυνήγι κουραμπιέδων.
- Λοιπόν, θα μου πείς ποιος έχει τους κουραμπιέδες; Ξανάρχισε.
Τι να κάνω; Για να τον ξεφορτωθώ και να κοιμηθώ, του είπα.
- Από εκεί έρχομαι, Μάκη μου, αλλά πρόσεχε… τσιμουδιά. Έχει ένα μεγάλο κουτί ο αρχηγός.
Ο Μάκης άρχισε να… γλύφεται:
- Και πού το ‘χει;
- Θα βγείς στο διάδρομο,δίπλα στο γραφείο των δασκάλων είναι μια μικρή πόρτα. Εκεί μέσα…
Η συνέχεια για ευνόητους λόγους παραλείπεται. Δεν μπορώ να μην πω όμως ότι τελικά καταφέραμε και την κάναμε την ανάβαση.
* Διήγημα του Μηνά Λαμπρινίδη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Ο Πρόσκοπος".